- πανασκηθής
- πανασκηθής, -ές (Α)(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δεν υπέστη καμία βλάβη, ακέραιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀσκηθής «ασφαλής, αβλαβής»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανασκηθέα — πανασκηθής all unharmed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πανασκηθής all unharmed masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)